- αθεσμοθέτητος
- αθέσπιστος, ος , ον не предписанный, не установленный законом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αθεσμοθέτητος — η, ο [θεσμοθετώ] αυτός που δεν θεσμοθετήθηκε, δεν καθιερώθηκε με νόμο, ανομοθέτητος … Dictionary of Greek
αθεσμοθέτητος — η, ο αυτός που δε θεσμοθετήθηκε, δεν καθορίστηκε με νόμο: Η κοινωνική ασφάλιση της νοικοκυράς είναι ακόμη αθεσμοθέτητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθέσπιστος — η, ο αυτός που δε θεσπίστηκε, αθεσμοθέτητος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)